- αποσκιαζω
- ἀποσκιάζωἀπο-σκιάζωотбрасывать тень
(σκιαὴ ἀποσκιαζόμεναι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σκιαὴ ἀποσκιαζόμεναι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσκιάζω — (Α ἀποσκιάζω) νεοελλ. έχω σκιά, είμαι αποσκιερός αρχ. σκιάζω, ρίχνω σκιά … Dictionary of Greek
ἀπεσκιασμένον — ἀποσκιάζω perf part mp masc acc sg ἀποσκιάζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιαζόμενον — ἀποσκιάζω pres part mp masc acc sg ἀποσκιάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάσαντα — ἀποσκιάζω aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσκιάζω aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάσεις — ἀποσκιάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσκιάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσκιάσθη — ἀποσκιάζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάζειν — ἀποσκιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάζεται — ἀποσκιάζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάζοντες — ἀποσκιάζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάζοντος — ἀποσκιάζω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάζων — ἀποσκιάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)